Σέραπις ή Σάραπις

Σέραπις ή Σάραπις
Ελληνοαιγυπτιακή θεότητα, η συγκρητιστική λατρεία της οποίας εγκαθιδρύθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους από τον Πτολεμαίο A’ τον Σωτήρα (4ος αι. π.Χ.), ο οποίος, σύμφωνα με τον θρύλο, έλαβε στον ύπνο του τη σχετική διαταγή από τον θεό της Σινώπης στη Μικρά Ασία. Η νέα θεότητα, το όνομα της οποίας προήλθε από τον Οσίραπι (Όσφις - Άπις), που ο τάφος του στη Μέμφιδα ήταν τόπος προσκυνήματος, σκοπό είχε να συμβιβάσει τις αιγυπτιακές με τις ελληνικές λατρείες, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και των δύο εθνικών στοιχείων του πληθυσμού. Η λατρεία δεν υπήρξε δημοφιλής στους Αιγύπτιους, που ήταν συνδεμένοι με τους αρχαίους τους θεούς, ενώ διαδόθηκε ευρύτατα στον δυτικό κόσμο, όπου ο Σ. αφομοιώθηκε με τον Ήλιο και με τον Δία. Θεός του κάτω κόσμου και της γονιμότητας, ήταν επίσης προστάτης της ιατρικής και θεός σωτήρας. Στην Αλεξάνδρεια λατρευόταν το κολοσσιαίο ομοίωμά του, έργο του Αθηναίου Βρυάξιδα (4ος αι. π.Χ.), που εξωτερικά έφερε μέταλλα και πολύτιμους λίθους, ενώ το εσωτερικό του ήταν από ξύλο. Ο θεός ήταν ένθρονος και το κεφάλι του ήταν εμπνευσμένο από τον τύπο του γενειοφόρου Δία. Ιερό ζώο του ήταν ο ταύρος Άπις. Προτομή του Σέραπη (Μουσείο Αλεξάνδρειας).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σάραπις — και μτγν. τ. Σέραπις, ιδος, ὁ, Α 1. θεότητα που συνδύαζε στοιχεία αιγυπτιακών και ελληνικών θεών, δηλαδή τού αιγυπτιακού θεού Οσίριδος Άπιδος και τού ελληνικού Πλούτωνος, στην αρχή, και τού Διός, τού Άμμωνος, τού Ασκληπιού, τού Διονύσου, τού… …   Dictionary of Greek

  • Σέραπις — άπιδος, ὁ, Α βλ. Σάραπις …   Dictionary of Greek

  • Serápis — SERÁPIS, od. SARÁPIS, ĭdos, Gr. Σέραπις, s. Σάραπις, ιδος 1 §. Namen. Diesen setzen einige aus Σορὸς, ein Sarg, und Apis, zusammen, weil der Ochs Apis ehemals in einen Sarg geleget und also aufbehalten worden Plutarch de Is. & Osir. p. 362. Varro …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… …   Dictionary of Greek

  • Серапис — (Σέραπις, Σάραπις, Σόραπις) египто эллинистическое божество. По словам Плутарха, Птолемей I видел во сне колоссальную статую бога, которую один бывалый грек признал синопским Плутоном, а египетский верховный жрец Манефон (см.) С., египетским… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Серапис — (Serapis, Σάραπις). Египетское божество, которому начали поклоняться со времен Птоломеев. Он считался богом умерших душ, обладателем дара исцеления. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М.Корш. Санкт Петербург, издание А. С.… …   Энциклопедия мифологии

  • Serapis — Para otros usos de este término, véase Serapis (desambiguación). Estatua de Serapis (Museo Pío Clementino, Vaticano). Serapis (también Sérapis, Sarapis y Sárapis; en griego Σέραπις; nombre egipcio User Hep) era una deidad …   Wikipedia Español

  • Ηλιοσέραπις — Ἡλιοσέραπις, ιδος, ό, ἡ (Α) θεότητα τής Αιγύπτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + Σέραπις, μτγν. τ. τού Σάραπις «θεότητα τής Αιγύπτου»] …   Dictionary of Greek

  • Σαραπείον — και Σαραπιεῑον και Σαράπειον και Σεράπειον και Σαράπιον και Σεραπεῑον και Σεράπιον, τὸ, Α ναός τού Σαράπιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάραπις / Σέραπις + κατάλ. εῖον (πρβλ. μαντ είον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”